- τορπιλ(λ)οπλάνο(ν)
- το торпедоносец (самолёт)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τορπιλ(λ)οπλάνο — το, Ν (στρ. αεροπ.) τύπος αεροσκάφους οπλισμένου με τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + πλάνο (< πλανώμαι), πρβλ. αερο πλάνο] … Dictionary of Greek